- σμιχτοφρύδης
- ο , σμιχτοφρύδα η человек со сросшимися бровями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμιχτοφρύδης — α, ύδικο, Ν αυτός που έχει τα φρύδια ενωμένα στο πάνω μέρος τής μύτης, αυτός που έχει σμιχτά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιχτός + φρύδι (πρβλ. μαυρο φρύδης)] … Dictionary of Greek
σμιχτοφρύδης — ο αυτός που τα φρύδια του ενώνονται πάνω από τη μύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίξοφρυς — υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, υ) αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο φρυς)] … Dictionary of Greek